επιτείρομαι

επιτείρομαι
ἐπιτείρομαι (Α)
(ως σύνθ. μόνο παθ.) κατατρίβομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τείρω, -ομαι «ταλαιπωρούμαι, υποφέρω»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”